- Ἐφόρου
- Ἔφοροςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφόρου — ἔφορος overseer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφορεύω — (ΑΜ ἐφορεύω) [έφορος] εφορώ*, επιβλέπω κάτι, εποπτεύω, επιτηρώ, επιστατώ νεοελλ. 1. εκτελώ καθήκοντα εφόρου, είμαι έφορος μσν. εκκλ. εκτελώ χρέη επισκόπου αρχ. (στη Σπάρτη) είμαι έφορος ή αναπληρωτής εφόρου … Dictionary of Greek
SOMNIA — e Tellure nasci credita olim, χθὼν μῆτερ ὀνείρων, ô Tellus, mater Somniorum! Eurip. cuius rationem hanc reddit Scholiastes, εν μὲν τῆς γῆς αἱ τροφαι, εν δὲ τȏυ τροφῶν οἱ ὕπνοι, εν δὲ τȏυ ὕπνων οἱ ὄνειροι, E terra cibi, e cibis somni, e somnis… … Hofmann J. Lexicon universale
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
εφορεία — και εφορία, η (ΑΜ ἐφορεία και ἐφορία) επίβλεψη, εποπτεία, επόπτευση, επιστασία νεοελλ. 1. αρχή ή υπηρεσία που ασκεί εποπτεία, επίβλεψη σε κάτι («εφορεία αρχαιοτήτων» «σχολική εφορεία»), 2. κρατική υπηρεσία που έχει έργο τη βεβαίωση τών φόρων και… … Dictionary of Greek
ορθωτής — ο (ΑΜ ὀρθωτής) [ορθώ] νεοελλ. ορθωτήρας μσν. δημόσιος υπάλληλος που ασκούσε το λειτούργημα τού εφόρου αρχ. ο θεός που επιστατούσε και επέβλεπε … Dictionary of Greek
σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
συνεφορεύω — Α [συνέφορος] είμαι έφορος μαζί με άλλον, έχω το αξίωμα τού εφόρου μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
Δημόφιλος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ποιητής της Νέας κωμωδίας (4ος 3ος αι. π.Χ.). Φέρεται ως ο συγγραφέας της κωμωδίας Οναγός, που μεταφράστηκε στα λατινικά και χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο από τον Πλαύτο για τη συγγραφή του έργου του Asinaria. 2.… … Dictionary of Greek
Δίυλλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κορίνθιος γλύπτης και χαλκοπλάστης (7ος−6ος αι. π.Χ.). Είχε φιλοτεχνήσει, σε συνεργασία με τον Αμύκλαιο και τον Χιόνιδα, σύμπλεγμα που παρίστανε την αρπαγή του ιερού τρίποδα από τον Ηρακλή και βρισκόταν στο μαντείο… … Dictionary of Greek